Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εικοσαετία η [ikosaetía] Ο25 : χρονικό διάστημα είκοσι ετών: Kατά την πρώτη ~ του αιώνα μας. Kυβέρνησε τη χώρα για μια ολόκληρη ~. Οι κυβερνήσεις της τελευταίας εικοσαετίας. || ηλικία είκοσι ετών: Aυτοκίνητο εικοσαετίας.
[λόγ. < ελνστ. εἰκοσαετία]



