Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εικοσαετής -ής -ές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εικοσαετής -ής -ές [ikosaetís] Ε10 : (λόγ.) εικοσάχρονος. α. που έχει διάρκεια είκοσι ετών: ~ πόλεμος. ~ σύμβαση. ~ περίοδος, εικοσαετία. β. (για πρόσ.) που έχει ηλικία (περίπου) είκοσι ετών: ~ νέος.

[λόγ. < αρχ. εἰκοσαετής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go