Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εικοσάχρονος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
εικοσάχρονος, επίθ.
  • Που είναι είκοσι χρονών:
    • εικοσάχρονος παρθένος (Ερμον. Ζ 36).

[<αριθμητ. είκοσι + ουσ. χρόνος. Η λ. στον Τζέτζη (LBG) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εικοσάχρονος -η -ο [ikosáxronos] Ε5 : α.που έχει διάρκεια είκοσι ετών. β. (για πρόσ.) που έχει ηλικία (περίπου) είκοσι ετών: Εικοσάχρονο παλικαράκι. || (ως ουσ.) ο εικοσάχρονος, εικοσάρης. γ. (ως ουσ.). τα εικοσάχρονα, η επέτειος για τη συμπλήρωση είκοσι χρόνων από κάποιο γεγονός.

[μσν. εικοσάχρονος < εικοσα- + -χρονος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go