Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εικοσάρα η [ikosára] Ο25α : (προφ.) 1. νόμισμα είκοσι λεπτών της δραχμής· εικοσάλεπτο. 2. ποινή είκοσι ημερών. α. φυλάκιση είκοσι ημερών στο στρατό: Έφαγε μια ~. β. αποβολή μαθητή από το σχολείο για είκοσι μέρες.
[είκοσ(ι) -άρα]



