Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εικονόδουλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εικονόδουλος ο [ikonóδulos] Ο20 : (ιστ., εκκλ.) μειωτικός και ιδεολογικά φορτισμένος όρος για να χαρακτηρίσει τον εικονόφιλο. ANT εικονοκλάστης.

[λόγ. εικονο- + δούλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες