Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εικονογράφημα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εικονογράφημα το [ikonoγráfima] Ο49 : ζωγραφική παράσταση σε έντυπο ή χειρόγραφο κείμενο· ζωγραφιά, εικόνα.

[λόγ. < μσν. εικονογράφημα < εικονογραφη- (εικονογραφώ) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go