Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εικαστικός -ή -ό [ikastikós] Ε1 : που έχει την ικανότητα να απεικονίζει: Εικαστικές τέχνες, από τις λεγόμενες καλές τέχνες εκείνες που παρασταίνουν ομοιώματα όντων του πραγματικού ή φανταστικού κόσμου και απευθύνονται στην όρασή μας (ζωγραφικές, πλαστικές, διακοσμητικές κτλ. τέχνες): Σχολή εικαστικών τεχνών. || Εικαστικά έργα. || (ως ουσ.) ο εικαστικός, εικαστικός καλλιτέχνης.
[λόγ. < αρχ. εἰκαστικός `ικανός να αναπαραστήσει΄, ἡ εἰκαστική τέχνη `η τέχνη της αναπαράστασης΄]



