Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ειδωλολατρικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ειδωλολατρικός -ή -ό [iδololatrikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στους ειδωλολάτρες ή στην ειδωλολατρία: Aρχαίος ~ ναός. Ειδωλολατρικές γιορτές / τελετές. Οι επιβιώσεις ειδωλολατρικών εθίμων. Ειδωλολατρική θρησκεία / αντίληψη.

[λόγ. ειδωλολάτρ(ης) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες