Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ειδωλολάτρισσα η.
-
- Αυτή που λατρεύει τα είδωλα:
- Ο Σολομών … ηγάπησεν μίαν ειδωλολάτρισσα (Άνθ. χαρ. 29521).
[<ουσ. ειδωλολάτρης + κατάλ. ‑ισσα. Η λ. και σήμ.]
- Αυτή που λατρεύει τα είδωλα:



