Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ειδωλολάτρης
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ειδωλολάτρης ο [iδololátris] Ο10 θηλ. ειδωλολάτρισσα [iδololátrisa] Ο27 : αυτός που λατρεύει τα είδωλα, τα ομοιώματα θεοτήτων, σαν να ήταν αυτά τα ίδια θεότητες: Εκχριστιανισμός των ειδωλολατρών.

[λόγ. < ελνστ. εἰδωλολάτρης· λόγ. < μσν. ειδωλολάτρισσα < ειδωλολάτρ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Κριαρά]
ειδωλολάτρης ο.
  • Αυτός που λατρεύει τα είδωλα:
    • (Ζήν. Δ´ 172).

[μτγν. ουσ. ειδωλολάτρης. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go