Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ειδυλλιακός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ειδυλλιακός -ή -ό [iδiliakós] Ε1 : 1.(φιλολ.) που ανήκει ή αναφέρεται στο (αρχαίο κυρίως) ειδύλλιο: Ειδυλλιακή ποίηση· (πρβ. βουκολικός). Ειδυλλιακή περιγραφή / ατμόσφαιρα. 2. που μοιάζει με όσα παρουσιάζονται, περιγράφονται στα ειδύλλια. α. που έχει την ήρεμη ομορφιά της φύσης που περιγράφεται στα ειδύλλια: ~ τόπος. Ειδυλλιακό τοπίο. Ειδυλλιακό περιβάλλον. β. που έχει την απλότητα, την αφέλεια και την ξεγνοιασιά της ζωής στην ύπαιθρο: Ειδυλλιακή ζωή, εξαιρετικά ευτυχής. Ειδυλλιακές σχέσεις, σχέσεις ειλικρινούς και άδολης φιλίας και αγάπης. ειδυλλιακά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. ειδύλλι(ον) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες