Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ειδοποιώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ειδοποιώ [iδopió] -ούμαι Ρ10.9 : πληροφορώ κπ. για κτ. που έγινε ή θα γίνει, για να ενεργήσει ανάλογα· (πρβ. γνωστοποιώ, ενημερώνω): Aν χρειαστείς βοήθεια, ειδοποίησέ με και θα έρθω αμέσως. Σας ειδοποιούμε ότι η προθεσμία λήγει σε δέκα μέρες. Οι περίοικοι ειδοποίησαν την πυροσβεστική υπηρεσία. || Θα ερχόμουν οπωσδήποτε, αν είχα ειδοποιηθεί εγκαίρως για την άφιξή σας. || (οικ., ειρ.): Ειδοποίησέ με…, όταν είναι κάποιος βέβαιος εκ των προτέρων ότι δε θα πραγματοποιηθεί κτ.: Ειδοποίησέ με, αν νομίζεις ότι αύριο θα είναι έτοιμα τα δικαιολογητικά για την υπόθεσή σου.

[λόγ. < ελνστ. εἰδοποιῶ `δίνω μορφή, περιγράφω΄ από σφαλερή ταύτιση των αρχ. λ. εrδος - εἴδησις σημδ. γαλλ. notifier]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες