Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ειδοποιός -ός -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ειδοποιός -ός -ό [iδopiós] Ε16 : (λογ.) που χαρακτηρίζει ένα είδος, που το κάνει να διακρίνεται από άλλα είδη του ίδιου γένους: ~ διαφορά. Ειδοποιό γνώρισμα.

[λόγ. < αρχ. εἰδοποιός `που συνιστά είδος΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go