Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ειδεχθής -ής -ές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ειδεχθής -ής -ές [iδexθís] Ε10 : (λόγ.) ως χαρακτηρισμός ενέργειας που μας προκαλεί ένα ιδιαίτερα έντονο συναίσθημα αποστροφής, απέχθειας: ~ πράξη. Ειδεχθές / ιδιαζόντως ειδεχθές έγκλημα. || (για πρόσ.): ~ δολοφόνος.

[λόγ. < ελνστ. εἰδεχθής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go