Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ειδεμήγε
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ειδεμήγε, σύνδ.
  • Ειδάλλως:
    • ειδεμήγε να μηδέν τελειωθεί (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 14r).

[<συνδ. ειδεμή + μόρ. γε]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες