Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ειδήμονας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ειδήμονας ο [iδímonas] Ο5 : αυτός που γνωρίζει κτ. (επιστήμη, τέχνη κτλ.) καλά· ειδήμων.

[λόγ. < ελνστ. εἰδήμων, αιτ. -ονα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go