Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εθνοφρουρός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εθνοφρουρός ο [eθnofrurós] Ο17 : μέλος εθνοφρουράς· (πρβ. εθνοφύλακας).

[λόγ. εθνοφρουρ(ά) -ός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες