Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εθνοκεντρικός -ή -ό [eθnokendrikós] Ε1 : που πηγάζει από τον εθνοκεντρισμό, που χαρακτηρίζεται από αυτόν: Εθνοκεντρική άποψη / αντίληψη / πολιτική.
εθνοκεντρικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αγγλ. ethnocentric < ethnocentr(ism) = εθνοκεντρ(ισμός) -ic = -ικός]



