Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εθνογραφικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εθνογραφικός -ή -ό [eθnoγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στην εθνογραφία: Εθνογραφικές έρευνες. Εθνογραφική μέθοδος. ~ άτλαντας.

[λόγ. < γαλλ. ethnographique < ethnograph(ie) = εθνογραφ(ία) -ique = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go