Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εθνικοποίηση η [eθnikopíisi] Ο33 : το να γίνεται κτ. κτήμα του έθνους, να περιέρχεται στην ιδιοκτησία ή στην εξουσία ολόκληρου του έθνους· (πρβ. κρατικοποίηση): H ~ των μεγάλων ιδιοκτησιών γης.
[λόγ. εθνικοποιη- (εθνικοποιώ) -σις > -ση]



