Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εθελούσιος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εθελούσιος -α -ο [eθelúsios] Ε6 : (λόγ.) για πράξη που γίνεται με τη θέληση του προσώπου το οποίο την εκτελεί, όχι αναγκαστικά ή υποχρεωτικά· οικειοθελής. ANT αναγκαστικός, υποχρεωτικός: Εθελούσια έξοδος / αποχώρηση υπαλλήλου από την ενεργό υπηρεσία. Εθελούσια κατάταξη / στράτευση, εθελοντική. εθελουσίως ΕΠIΡΡ εκουσίως, οικειοθελώς· ΣYN έκφρ. οικεία βουλήσει.

[λόγ. < αρχ. ἐθελούσιος, ἐθελουσίως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go