Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εθελοτυφλώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εθελοτυφλώ [eθelotifló] Ρ10.9α : από προαίρεση αρνούμαι να δω, να αντιληφθώ και να παραδεχτώ μια υπάρχουσα κατάσταση, ένα πραγματικό γεγονός: Εθελοτυφλούν όσοι ισχυρίζονται πως δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος· ΣYN ΦΡ κλείνω τα μάτια (μου σε κτ.).

[λόγ. εθελότυφλ(ος) -ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες