Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εθελοντικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εθελοντικός -ή -ό [eθelondikós] Ε1 : α.για ενέργεια, πράξη κτλ. την οποία εκτελεί κάποιος με τη θέλησή του και με μοναδικό κίνητρο ένα συναίσθημα κοινωνικής αλληλεγγύης: Εθελοντική προσφορά / εργασία / συμμετοχή / υπηρεσία / στράτευση. || Εθελοντικό σύστημα στρατολογίας. β. που αποτελείται από εθελοντές: ~ στρατός. Εθελοντικό (στρατιωτικό) σώμα / στράτευμα. εθελοντικά & (λόγ.) εθελοντικώς ΕΠIΡΡ με τη θέλησή μου, και χωρίς να αποβλέπω σε προσωπικό όφελος ή να είμαι αναγκασμένος· (πρβ. εκούσια, οικειοθελώς, αυτοβούλως).

[λόγ. εθελοντ(ής) -ικός· λόγ. εθελοντικ(ός) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες