Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εδέησα [eδéisa] Ρ απαρέμφ. δεήσει : α.(στο γ' εν. πρόσ.) εδέησε να
, βρέθηκε τρόπος, έγινε δυνατό να γίνει κτ. που ο ομιλητής το επεδίωκε ή το ανέμενε με κάποια αδημονία από καιρό: Επιτέλους, εδέησε να συναντηθούμε. β. (συνήθ. ειρ.): Περιμένω πότε θα δεήσεις να με ακούσεις, πότε θα δεχτείς ή πότε θα καταδεχτείς να με ακούσεις.
[λόγ. < αρχ. ἐδέησα αόρ. του ρ. δέω]



