Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εδά
18 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
εδά, επίρρ.· αδά· ’δά.
  • 1)
    • α) (Χρον.) τώρα, αυτή τη στιγμή:
      • το πράμα απού ’χωνα ως εδά, σήμερο … να δηγηθώ αποφάσισα (Ερωφ. Α´ 37
    • β) τη σημερινή εποχή:
      • Μα ’δά ’ναι τα προυκιά ’φορμή και κάθεται χωσμένη … μια κορασά ομορφοκαμωμένη (Πανώρ. Ε´ 241
    • γ) ιδού, να:
      • η ώρα ’δά σιμώνει ο υιός του ανθρώπου να πιαστεί (Μυστ. παθ. 12237).
  • 2) Τότε:
    • εδά το επήρε το σκοινίν, έδεσε και έσφιξέ τον (Σαχλ., Αφήγ. 426).
  • 3) (Τοπ.) εδώ, σ’ αυτή τη θέση:
    • ήθελα εδά να κάθομουν με σεν (Ch. pop. 247
    • έκφρ. εδά κι εκειά = εδώ κι εκεί:
      • (Κυπρ. ερωτ. 188).
  • 4) Έτσι:
    • εδά με τ’ αφηγήσατο εκείνος (Λίβ. P 588).
  • 5) Λοιπόν:
    • άμε εδά μετ’ εμέν προς τόπον άλλον (Πεντ. Αρ. XXIII 13).

[<αρχ. επίρρ. δη - ήδη. Ο τ. ’δά και σήμ. (γρ. δα). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
εδανά, επίρρ.
  • 1) (Τοπ.) εκεί:
    • μην πας εδανά (Διγ. O 1281).
  • 2) (Χρον.) τώρα δα, αυτή τη στιγμή:
    • Παύω τους λόγους εδανά (Αιτωλ., Βοηβ. 68).

[<επίρρ. εδά + δεικτ. να. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
εδαπά, επίρρ.,
βλ. εδεπά.
[Λεξικό Κριαρά]
εδάρε, επίρρ.
  • α) Τώρα, αυτή τη στιγμή:
    • εδάρε με κακοδικείς (Διγ. Esc. 356
  • β) ιδού, να:
    • εδάρε η βρύσις του καλού (Λίβ. P 1651).

[πιθ. <δεικτ. έδε + προστ. του αίρω (Pern., Ét. linguist. Β´ 174 σημ. 2)· πβ. όμως εδάρτε. Τ. σήμ. ιδιωμ. (Andr.)]

[Λεξικό Κριαρά]
εδάρτε, επίρρ.· εδάρτι.
  • 1)
    • α) Τώρα· τώρα πια· αυτή τη στιγμή:
      • πολλά επεθύμουν να σε ιδώ ωσάν σε βλέπω εδάρτε (Χρον. Μορ. H 4102
    • β) τότε:
      • εδάρτ’ εσύραν το σχοινίν (Σαχλ. B´ PM 212
    • γ) αμέσως:
      • εδάρτε τον εμπόδισε κι ηυρέθη απεργωμένος (Χρον. Μορ. H 2540).
  • 2) Ιδού, να:
    • εδάρτε η ρίζα του καλού (Λίβ. Esc. 1896).
  • 3) Λοιπόν:
    • Εδάρτε, μάθε γράμματα και θάρρει να προκόψεις (Γλυκά, Στ. 204).

[<επιρρ. εδά + άρτι (πβ. Andr., λ. άρτι). Κατά Pern., Ét. linguist. Β´ 174 σημ. 2 πληθ. του εδάρε (βλ. ά.). Τ. άδαρτε σήμ. στη Σύμη (Α. Καραναστάσης, Συμαϊκά 3, 1970, 104) και (α)δαρτι ποντ. (Παπαδ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
εδαρτώς, επίρρ.· ’δαρτώς.
  • Αμέσως, επειγόντως:
    • ως το ήκουσεν … εδιέβη ’δαρτώς στην Λακεδαιμονίαν (Χρον. Μορ. P 4651).

[<επίρρ. εδάρτε κατά τα επιρρ. σε ώς]

[Λεξικό Κριαρά]
εδαύτος, αντων.,
βλ. δαύτος.
[Λεξικό Κριαρά]
εδαυτού, επίρρ.· εδευτού.
  • Εδώ, αυτού:
    • Κείτου εδευτού (Κατζ. Γ´ 540).

[<δεικτ. έδε + επίρρ. αυτού. Τ. έδαυτου σήμ. ιδιωμ. (Ξεινός)]

[Λεξικό Κριαρά]
εδαφιαίος, επίθ.
  • (Προκ. για προσκύνηση, «μετάνοια») που φθάνει έως το έδαφος:
    • ποιών εδαφιαίας μετάνοιας ενώπιον του καίσαρος (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 556).

[<ουσ. έδαφος + κατάλ. ιαίος. Η λ. το 12. αι. και σε σχόλ.]

[Λεξικό Κριαρά]
εδαφιαίως, επίρρ.
  • Έως το έδαφος·
    • (εδώ σε μεταφ.):
      • ειλικρινή μετάνοιαν … δουλικώς και εδαφιαίως απονέμει (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 285).

[<επίθ. εδαφιαίος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες