Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγχειρώ [enxiró] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) εγχειρίζω 1.
[λόγ. < αρχ. ἐγχειρῶ `παίρνω κτ. στο χέρι, επιδιώκω΄ κατά τη σημ. του εγχειρίζω 1]
[Λεξικό Κριαρά]
- εγχειρώ· χειρώ· χερώ.
-
- Αρχίζω:
- Εχείρησεν να με ερωτά (Λίβ. Sc. 2554).
[αρχ. εγχειρέω. Ο τ. χερώ, κ.ά. σήμ. ιδιωμ. (Andr., λ. εγχειρώ και χειρώ)]
- Αρχίζω:



