Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγχειρίζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
εγχειρίζω· ’χειρίζω.
  • (Μέσ.)
    • 1) Αποκτώ, λαμβάνω:
      • (Ασσίζ. 4398).
    • 2) Κρατώ, κατέχω:
      • είδαν τον κλέφτην εχειρισμένον το ρούχον τό έκλεψεν (Ασσίζ. 44220).
    • 3) Υπάγομαι:
      • διατάξεις … ορισμένας εκ της επαρχίας, εν ῃ εγχειρίζεται (Ελλην. νόμ. 55331).

[αρχ. εγχειρίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγχειρίζω 2 -ομαι Ρ2.1 αόρ. ενεχείρισα, απαρέμφ. εγχειρίσει : (λόγ.) δίνω κτ. στο χέρι κάποιου: Tου ενεχείρισε εμπιστευτική επιστολή, παρέδωσε στον ίδιο και όχι σε άλλον.

[λόγ. < αρχ. ἐγχειρίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγχειρίζω 1 [enxirízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω σε κπ. εγχείρηση, χειρουργώ: Tον εγχείρισαν επειγόντως.

[λόγ. < ελνστ. ἐγχειρίζω (για θεραπεία αλόγων), αρχ. σημ.: `εμπιστεύομαι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες