Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγχειρίδιο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγχειρίδιο το [enxiríδio] Ο40 : I.(λόγ.) αγχέμαχο όπλο με λαβή και με δίκοπη και πολύ μυτερή λεπίδα· (πρβ. στιλέτο). II. βιβλίο που εκθέτει με αυστηρά συστηματικό τρόπο τις βασικές και πιο έγκυρες γνώσεις μιας επιστήμης: Διδακτικά / σχολικά εγχειρίδια. ~ ιστορίας / φιλοσοφίας.

[λόγ.: I: αρχ. ἐγχειρίδιον· II: ελνστ. σημ.]

[Λεξικό Κριαρά]
εγχειρίδιον το· εγχειρίδι.
  • Μικρό βιβλίο:
    • υψηλονούς Αυγουστίνος εις το εγχειρίδι (Ρωσσέρ. 8).

[αρχ. ουσ. εγχειρίδιον. Η λ. και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες