Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εγχείρηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγχείρηση η [enxírisi] Ο33 : τεχνική επέμβαση σε σώμα ασθενούς για θεραπευτικούς σκοπούς, συνήθ. αυτή που γίνεται με τέμνοντα όργανα· χειρουργική επέμβαση, επέμβαση3: Δύσκολη / σοβαρή / επικίνδυνη / ακίνδυνη / απλή / συνηθισμένη ~. Aιματηρές / αναίμακτες εγχειρήσεις. ~ σκωληκοειδίτιδας / στομάχου / χολής / καρδιάς. Kάνω ~, χειρουργούμαι ή χειρουργώ. ΦΡ η ~ πέτυχε αλλά ο ασθενής απέθανε, ειρωνική αναφορά σε ενέργεια που έγινε με τρόπο ορθό αλλά απέτυχε. εγχειρησούλα η YΠΟKΟΡ: Έλα, μη φοβάσαι· μια ~ είναι μόνο.

[λόγ. < αρχ. ἐγχείρη(σις) `πάρσιμο στο χέρι, εγχείρημα΄ -ση κατά τη σημ. του ελνστ. ἐγχειρίζω (πρβ. ελνστ. ἀνατομικαί ἐγχειρήσεις τίτλος συγγράμματος ανατομίας)· εγχείρησ(η) -ούλα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go