Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγχάραγμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγχάραγμα το [eŋxáraγma] Ο49 : (λόγ.) για ό,τι έχει γίνει με χάραξη, για ό,τι είναι χαραγμένο.

[λόγ. εγχαρακ- (εγχαράσσω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] (διαφ. το ελνστ. ἐγχάραγμα `τάφρος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες