Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγκλιτικός -ή -ό [eŋglitikós] Ε1 : (γραμμ.) 1. για λέξεις που παθαίνουν έγκλιση: Εγκλιτικές λέξεις. Οι εγκλιτικοί τύποι της προσωπικής αντωνυμίας. || (ως ουσ.) τα εγκλιτικά, οι εγκλιτικές λέξεις. 2. που αναφέρεται στις εγκλίσεις του ρήματος: Εγκλιτικές καταλήξεις. Εγκλιτική αντικατάσταση ενός ρηματικού τύπου. Εγκλιτικό μόριο.
εγκλιτικά & (λόγ.) εγκλιτικώς ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Aντικαθιστώ ~ ένα ρηματικό τύπο. [λόγ. < ελνστ. ἐγκλιτικός, ἐγκλιτικῶς]



