Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγκλισιόμετρο το [eŋglisiómetro] Ο40 : (φυσ.) όργανο με το οποίο μετριέται η έγκλισηII σε ένα συγκεκριμένο σημείο της γης.
[λόγ. έγκλισι(ς)II -ο- + μέτρον μτφρδ. γαλλ. inclinomètre]



