Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγκληματώ [eŋglimató] Ρ10.9α : α.(και νομ.) διαπράττω πράξη άδικη, εκούσια, αντίθετη με το νόμο, η οποία κρίνεται αξιόποινη και τιμωρείται με βάση τον ποινικό κώδικα: Εγκλημάτησε από δόλο / από πρόθεση / από αμέλεια. β. κάνω κτ. ηθικά ανεπίτρεπτο, επιζήμιο ή βλαπτικό: Εγκληματεί, όταν δείχνει τέτοια αδιαφορία για το μέλλον των παιδιών του.
[λόγ. εγκληματ- (έγκλημα) -ώ]



