Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγκιβωτίζω [engivotízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.κλείνω κτ. μέσα σε κιβώτιο· (πρβ. συσκευάζω, αμπαλάρω): Tα χειρόγραφα παρέμειναν για πολλά χρόνια εγκιβωτισμένα στο υπόγειο της Εθνικής Bιβλιοθήκης. 2. (τεχν.) απομονώνω τμήμα του πυθμένα λίμνης, ποταμού κτλ. με κλειστό, προσωρινό υδατοστεγές περίφραγμα, για να θεμελιώσω μια κατασκευή (γέφυρα, φράγμα κτλ.).
[λόγ. εγ- (δες εν-) κιβώτ(ιον) -ίζω μτφρδ. γαλλ. encaisser]



