Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εγκατασταίνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγκατασταίνω [eŋgatasténo] -ομαι Ρ αόρ. εγκατάστησα, απαρέμφ. εγκαταστήσει, παθ. αόρ. εγκαταστάθηκα, απαρέμφ. εγκατασταθεί, μππ. εγκαταστημένος : (προφ.) εγκαθιστώ.

[λόγ. < εγκαθιστώ μεταπλ. κατά τα ρ. σε -αίνω με βάση το συνοπτ. θ. εγκαταστ-]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go