Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγκαρτερώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγκαρτερώ [eŋgarteró] Ρ10.9α : (λόγ.) υπομένω με καρτερικότητα.

[λόγ. < αρχ. ἐγκαρτερῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
εγκαρτερώ.
  • Υπομένω, ανέχομαι κ.:
    • οι ολιγόσαρκοι … άνδρες τοις τε όπλοις αεί εγκαρτερούσι δεινώς (Θεολ., Τζίρ. 35527).

[αρχ. εγκαρτερέω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες