Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εγκαρδίωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγκαρδίωση η [eŋgarδíosi] Ο33α : ενθάρρυνση, εμψύχωση.

[λόγ. εγκαρδιω- (δες εγκαρδιώνω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go