Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγκαρδίως
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
εγκαρδίως, επίρρ.
  • Με όλη την καρδιά, ολόψυχα:
    • εγκαρδίως στερρώσας και ομόσας (Δούκ. 19122).

[<επίθ. εγκάρδιος. Η λ. σε παπυρ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγκαρδίωση η [eŋgarδíosi] Ο33α : ενθάρρυνση, εμψύχωση.

[λόγ. εγκαρδιω- (δες εγκαρδιώνω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες