Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγκαλώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγκαλώ [eŋgaló] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. και εγκλήθηκα, απαρέμφ. εγκληθεί : α.(νομ.) καταγγέλλω κπ., ως παθών, για αξιόποινη πράξη του σε μια αρμόδια αρχή και ζητώ την ποινική του δίωξη· κάνω έγκληση. || (μεε. ως ουσ.) ο εγκαλών*. || (μπε. ως ουσ.) ο εγκαλούμενος*. β. (λόγ.) κατηγορώ ή καταγγέλλω κπ. για πράξη του, σε άλλον.

[λόγ. < αρχ. ἐγκαλῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
εγκαλώ· αγκαλίω· αγκαλιώ· αγκαλώ· ’γκαλώ· εγκαλιώ· εκαλώ· απαρέμφ. αορ. εκλησθήναι· μτχ. αγκαλεμένος· αγκαλωμένος· ’γκαλεσμένος.
  • Α´ Μτβ.
    • 1)
      • α) Κατηγορώ:
        • (Μαχ. 29634
        • (αλληλοπαθώς):
          • εδικοί μαλώνουσιν, εγκαλιούνται δια την κληρονομίαν (Ρωσσέρ. 225
      • β) (νομ.) καταγγέλλω:
        • είς Σαμαρείτης αγκαλέ … έναν Σαρακηνόν διά χρείος (Ασσίζ. 30721
        • (με σύστ. αντικ.):
          • το αγκάλεμαν τό αγκάλεσεν ο αφέντης της Σπάρας (Μαχ. 19427‑8
        • φρ. αγκαλώ εις έγκλημαν = καταγγέλλω:
          • (Ασσίζ. 28128).
    • 2) Παρακαλώ:
      • Αυτά ήσαν τά εγκάλεσα δι’ εσέναν το φεγγάριν (Λίβ. Sc. 660).
    • 3)
      • α) Αναφέρω, ανακοινώνω:
        • ου δέχεται κανέν (ενν. πιττάκι) από τά γράφω. Και ιδού εγκαλώ σε το, έρως μου (Λίβ. Sc. 365
      • β) εξομολογούμαι σε κάπ. κ., εμπιστεύομαι:
        • να σε εγκαλέσω τά ποθώ (Λίβ. Esc. 1756
        • φρ. εγκαλώ κ. εις Θεόν = αφήνω κ. στην κρίση του Θεού:
          • (Σπαν. P 342).
    • 4) Παραπονούμαι:
      • εγκάλεσεν η Εκάβη … τον βασιλέα Ατρείδην (Ερμον. Ω μετά στ. 25).
    • 5) Προσκαλώ:
      • τους αγκαλέσα να έλθου ν’ απολογηθούν (Μαχ. 33214).
  • Β´ Αμτβ.
    • 1) (Νομ.) κάνω καταγγελία:
      • χάνει κανένα πράγμαν απέσω του και έρχεται να αγκαλέσει εις την αυλήν (Ασσίζ. 48222).
    • 2) Εγείρω αξιώσεις:
      • το σουπέρπιον γένος των Γενουβήσων … αγκαλέσαν από το άδικον οπού τους εγίνετον εις την Κύπρον (Μαχ. 13417).
    • 3) Προσφεύγω:
      • αγκαλέσαν εις την ρήγαινα (Μαχ. 4303-4).
  • Οι μτχ. εγκαλών και αγκαλών ως ουσ. = κατήγορος:
    • (Ασσίζ. 47927, 2919).
  • Οι μτχ. εγκαλώμενος, εγκαλούμενος, αγκαλεμένος, αγκαλώμενος, αγκαλωμένος και αγκαλούμενος ως ουσ. = κατηγορούμενος:
    • (Ασσίζ. 859, 2183, 41520, κ.α).

[αρχ. εγκαλέω. Πβ. και εκκαλώ. Η λ. και οι τ. αγκαλιώ και αγκαλώ και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγκαλών ο [eŋgalón] θηλ. εγκαλούσα [eŋgalúsa] Ο (βλ. Ε12β) : (λόγ.) αυτός που, ως παθών, κάνει έγκληση εναντίον άλλου· (πρβ. κατήγορος, μηνυτής). ANT εγκαλούμενος.

[λόγ. < αρχ. ἐγκαλῶν, ἐγκαλοῦσα μεε. του ἐγκαλῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες