Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγκαλούμενος ο [eŋgalúmenos] Ο19 θηλ. εγκαλούμενη [eŋgalúmeni] Ο32 & (λόγ.) εγκαλουμένη [eŋgaluméni] Ο30 γεν. πληθ. εγκαλουμένων : (νομ.) αυτός εναντίον του οποίου γίνεται έγκληση, αυτός που διώκεται ποινικώς με έγκληση· (πρβ. κατηγορούμενος). ANT εγκαλών.
[λόγ. < αρχ. ἐγκαλούμενος μπε. του ρ. ἐγκαλῶ· λόγ. εγκαλού(μενος) -μένη & μετακ. τόνου για προσαρμ. στη δημοτ.]



