Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγκαθίδρυση η [eŋgaθíδrisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εγκαθιδρύω, επιβολή καθεστώτος, πολιτεύματος κτλ.: H κατάρρευση της βασιλείας δε σήμαινε και την αυτόματη ~ ενός νέου φιλελεύθερου καθεστώτος.
[λόγ. εγκαθιδρύ(ω) -σις > -ση]



