Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγκαίρως
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγκαίρως [engéros] & έγκαιρα [éngera] επίρρ. χρον. : στον κατάλληλο χρόνο, την ώρα ακριβώς που πρέπει: Πρέπει να δηλώσετε ~ συμμετοχή. Nα με ειδοποιήσετε ~, ώστε να προλάβω να ετοιμαστώ. Όλα θα είναι έτοιμα ~. Nα φτάσουμε έγκαιρα στο σταθμό· το τρένο φεύγει πάντα στην ώρα του. Ήρθε ~ στο ραντεβού, δεν άργησε. Πρέπει να δηλώσει ~ συμμετοχή, μέσα σε ορισμένη προθεσμία.

[λόγ. < ελνστ. ἐγκαίρως· προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα επιρρ. σε ]

[Λεξικό Κριαρά]
εγκαίρως, επίρρ.
  • Σε κατάλληλο χρόνο:
    • Ευρών ουν Φίλιππος αυτόν Αλέξανδρον εγκαίρως (Βίος Αλ. 625).

[<επίθ. έγκαιρος. Η λ. τον 4. αι. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες