Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγερτήριο το [ejertírio] Ο40 : α.σάλπισμα για την αφύπνιση στρατιωτών ή άλλης ομάδας ατόμων: H σάλπιγγα σήμανε ~. ANT σιωπητήριο. β. με κάπως περιπαικτική διάθεση, για αναγκαστικό πρωινό ξύπνημα: Άντε να κοιμηθούμε, γιατί αύριο έχουμε / έχει ~ στις έξι.
[λόγ. < ελνστ. ἐγερτήριον `αναταραχή΄ κατά τη σημ. του εγείρω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγερτήριος -α -ο [ejertírios] Ε6 : α.(λόγ.) Εγερτήριο σάλπισμα, εγερτήριο. β. (μτφ.) που αφυπνίζει τη συνείδησή μας, τη βγάζει από μια κατάσταση εφησυχασμού ή αδιαφορίας και μας παρακινεί σε εγρήγορση ή σε δράση: ~ λόγος. γ. (ως ουσ.) το εγερτήριο*.
[λόγ. επίθ. < ουσ. εγερτήρι(ον) -ος]



