Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εγγυητικός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
εγγυητικός, επίθ.· εγγυτικός.
  • Το ουδ. ως ουσ. = έγγραφο με το οποίο ομολογείται η εγγύηση:
    • (Λίβ. P 255).

[<ουσ. εγγυητής + κατάλ. ικός. Η λ. τον 4. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγγυητικός -ή -ό [engiitikós] Ε1 : για κείμενο με το οποίο παρέχεται εγγύηση: Εγγυητικό έγγραφο. Εγγυητική πράξη. Για την παροχή εμπορικού δανείου απαιτείται εγγυητική επιστολή της Εθνικής Tράπεζας. || (ως ουσ.): το εγγυητικό, έγγραφο με το οποίο παρέχεται εγγύηση.

[λόγ. < ελνστ. ἐγγυητικός `που σχετίζεται με εγγύηση΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go