Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εγγυήτρια η· εγγύτρια.
-
- 1) Αυτή που δίνει εγγύηση:
- Περί εκείνου οπού να πάρει γυναίκαν εγγύτριαν (Ασσίζ. 9530).
- 2) Ως επίθ. της Παναγίας:
- εφάνη η Εγγύτρια εις τον ηγούμενόν τους (Παϊσ., Ιστ. Σινά 258).
- Ο τ. ως όνομα ναού:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 245).
[<ουσ. εγγυητής + κατάλ. ‑τρια. Ο τ. στο Somav. Η λ. τον 6. αι. και σήμ.]
- 1) Αυτή που δίνει εγγύηση:



