Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εγγράφως
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
εγγράφως, επίρρ.· εγράφως.
  • Με γραπτή διατύπωση, γραπτά:
    • επήρεν μαρτυρίαν εγγράφως (Χρον. Μορ. P 8125· Ελλην. νόμ. 5194).

[μτγν. επίρρ. εγγράφως. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go