Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εγγονή
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
εγγονή η· έγγονη· εγγόνη.
  • Εγγονή:
    • (Ιστ. πολιτ. 3318).

[<μτγν. ουσ. εγγόνη. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go