Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εβραιόπουλον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εβραιόπουλον το· εβρόπουλον· οβριόπουλον.
  • Μικρός Εβραίος:
    • (Χούμνου, Κοσμογ. 2053).

[<εθν. Εβραίος + κατάλ. όπουλον. Ο τ. οβριό‑ στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (ο). Η λ. και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες