Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εβραιολόγος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εβραιολόγος ο [evreolóγos] Ο18 θηλ. εβραιολόγος [evreolóγos] Ο35 : επιστήμονας ειδικός στην εβραιολογία· (πρβ. εβραϊστής).

[λόγ. Εβραί(ος) -ο- + -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go