Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εβδομηντάρι το [evδomindári] Ο44 : (οικ.) σύνολο από εβδομήντα ομοειδείς μονάδες, συνήθ. για χρηματικό ποσό: Δίνω ένα ~ το μήνα, εβδομήντα χιλιάδες.
[εβδομήντ(α) -άρι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εβδομηνταριά η [evδomindarjá] Ο24 : (οικ.) καμιά ~, περίπου εβδομήντα: Kαμιά ~ άτομα. Θα ζυγίζει καμιά ~ κιλά.
[μσν. *εβδομηνταριά (πρβ. μσν. εβδομηνταρά) < εβδομήντ(α) -αριά]
[Λεξικό Κριαρά]
- εβδομηνταριά η· εβδομηνταρά.
-
- Εβδομήντα (ή περίπου):
- μίαν εβδομηνταρά μουζούρια ταγή (Κατά ζουράρη 51).
[<αριθμητ. εβδομήντα + κατάλ. ‑αριά. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Εβδομήντα (ή περίπου):



